υπερσυμμετρικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία el επεξεργασία
- υπερσυμμετρικός < υπερσυμμετρία + -ικός
Επίθετο επεξεργασία
υπερσυμμετρικός, -ή, -ό αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο
- (φυσική) ο σχετικός με υπερσυμμετρία
υπερσυμμετρικός, -ή, -ό αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο