υπερστροφή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- υπερστροφή < υπερ- + στροφή ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική oversteer)
Ουσιαστικό επεξεργασία
υπερστροφή θηλυκό
- η τάση ενός αυτοκινήτου να στρίβει περισσότερο απ’ όσο του υποδεικνύουμε με την κίνηση του τιμονιού