Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υπεριδρωσία οι υπεριδρωσίες
      γενική της υπεριδρωσίας των υπεριδρωσιών
    αιτιατική την υπεριδρωσία τις υπεριδρωσίες
     κλητική υπεριδρωσία υπεριδρωσίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

υπεριδρωσία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική hyperhidrosis + -ία < ελληνιστική κοινή ἵδρωσις < αρχαία ελληνική ὑπέρ + ἱδρώς

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υπεριδρωσία θηλυκό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία