Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το υπερεπίπεδο τα υπερεπίπεδα
      γενική του υπερεπιπέδου
υπερεπίπεδου
των υπερεπιπέδων
    αιτιατική το υπερεπίπεδο τα υπερεπίπεδα
     κλητική υπερεπίπεδο υπερεπίπεδα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

υπερεπίπεδο < • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;   Μορφολογικά αναλύεται σε υπερ- + επίπεδο

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /i.pe.ɾeˈpi.pe.ðo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υ‐πε‐ρε‐πί‐πε‐δο
παλιότερος συλλαβισμός: υ‐περ‐ε‐πί‐πε‐δο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υπερεπίπεδο ουδέτερο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία