υπερεγώ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- υπερεγώ < (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Über-Ich
Ουσιαστικό επεξεργασία
υπερεγώ ουδέτερο άκλιτο
- (ψυχανάλυση) δομή του ασυνειδήτου που αντιπροσωπεύει τις ηθικές κοινωνικές αξίες τις οποίες ενστερνίζεται το άτομο μεγαλώνοντας και οι οποίες δρουν ανασταλτικά στις παρορμήσεις του ενστίκτου