υπερβαίνω τα εσκαμμένα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- υπερβαίνω τα εσκαμμένα < υπερβαίνω τα εσκαμμένα ((μεταφραστικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὑπέρ τά ἐσκαμμένα ἅλλεσθαι)
Έκφραση επεξεργασία
υπερβαίνω τα εσκαμμένα
Μεταφράσεις επεξεργασία
υπερβαίνω τα εσκαμμένα