Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υπερένταση οι υπερεντάσεις
      γενική της υπερέντασης* των υπερεντάσεων
    αιτιατική την υπερένταση τις υπερεντάσεις
     κλητική υπερένταση υπερεντάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, υπερεντάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

υπερένταση < υπερ- + ένταση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υπερένταση θηλυκό

  1. ψυχοσωματική κατάσταση πολύ μεγάλης έντασης που οφείλεται σε υπερδιέγερση του νευρικού συστήματος
    οι πολλοί καφέδες μου φέρνουν υπερένταση και δεν μπορώ να κοιμηθώ
  2. η υπερβολική άνοδος της έντασης σε ένα ηλεκτρικό κύκλωμα/δίκτυο

  Μεταφράσεις επεξεργασία