Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υπεράριθμος η υπεράριθμη το υπεράριθμο
      γενική του υπεράριθμου της υπεράριθμης του υπεράριθμου
    αιτιατική τον υπεράριθμο την υπεράριθμη το υπεράριθμο
     κλητική υπεράριθμε υπεράριθμη υπεράριθμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υπεράριθμοι οι υπεράριθμες τα υπεράριθμα
      γενική των υπεράριθμων των υπεράριθμων των υπεράριθμων
    αιτιατική τους υπεράριθμους τις υπεράριθμες τα υπεράριθμα
     κλητική υπεράριθμοι υπεράριθμες υπεράριθμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

υπεράριθμος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

υπεράριθμος

  • που ξεπερνά τον επιτρεπόμενο αριθμό
    το πλοίο είχε υπεράριθμους επιβάτες και επιβλήθηκε πρόστιμο

  Μεταφράσεις επεξεργασία