υπεράριθμος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- υπεράριθμος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο επεξεργασία
υπεράριθμος
- που ξεπερνά τον επιτρεπόμενο αριθμό
- το πλοίο είχε υπεράριθμους επιβάτες και επιβλήθηκε πρόστιμο
Μεταφράσεις επεξεργασία
υπεράριθμος
|