υπενωμοτάρχης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- υπενωμοτάρχης < υπ- + ενωμοτάρχης < αρχαία ελληνική ἐνωμοτάρχης < ἐνωμοτία (< ἐνώμοτος < ὄμνυμι) + -άρχης (< ἄρχω)
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
υπενωμοτάρχης αρσενικό
- (παρωχημένο) υπαξιωματικός της χωροφυλακής (κάτω απ’ τον ενωμοτάρχη και πάνω από τον χωροφύλακα
Μεταφράσεις επεξεργασία
υπενωμοτάρχης
|