υπεζωκώς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- υπεζωκώς< (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὑπεζωκώς, ουσιαστικοποιημένο αρσενικό για τη μετοχή ενεργητικού παρακειμένου του ρήματος ὑποζώννυμι < αρχαία ελληνική ὑπό + ζώννυμι
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /i.pe.zoˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐πε‐ζω‐κώς
Ουσιαστικό επεξεργασία
υπεζωκώς αρσενικό (κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση) & του νεοελληνικού τύπου υπεζωκότας
- (ανατομία, αρχαιοπρεπές) υμένας στο θώρακα που περιβάλλει τους πνεύμονες
Συγγενικά επεξεργασία
- βρογχοϋπεζωκοτικός
- υπεζωκοτικός
- → και δείτε τη λέξη ζώνη
Μεταφράσεις επεξεργασία
υπεζωκώς
Πηγές επεξεργασία
- υπεζωκώς - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- υπεζωκότας - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)