υπαρξισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- υπαρξισμός < ὕπαρξ(ις) ύπαρξη (αρχαία ελληνική ὑπάρχω) + -ισμός < μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική existentialisme [1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /i.paɾ.ksiˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐παρ‐ξι‐μός
Ουσιαστικό επεξεργασία
υπαρξισμός αρσενικό
- (φιλοσοφία) φιλοσοφικό ρεύμα του 19ου και του 20ού αι. που επικεντρώνεται στον άνθρωπο και την ύπαρξή του, που προηγείται όλων των άλλων, και στην ικανότητα του ανθρώπου να κάνει ελεύθερες επιλογές, η πεποίθηση ότι ο ίδιος ο άνθρωπος δίνει το νόημα στη ζωή του
- ↪ Ο υπαρξισμός είναι ένας ανθρωπισμός (τίτλος βιβλίου του Ζαν-Πολ Σαρτρ)
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τις λέξεις ύπαρξη και υπάρχω
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
υπαρξισμός
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ υπαρξισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας