Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

υπανδρεύω < μεσαιωνική ελληνική ὑπανδρεύω < ελληνιστική κοινή ὕπανδρος < ὑπό + ἀνήρ

  Ρήμα επεξεργασία

υπανδρεύω

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία