υπαινιγμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- υπαινιγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου υπαινίσσομαι
Μετοχή επεξεργασία
υπαινιγμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη υπαινίσσομαι
Μεταφράσεις επεξεργασία
υπαινιγμένος
|
υπαινιγμένος, -η, -ο
|