Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το υπέρθημα τα υπερθήματα
      γενική του υπερθήματος των υπερθημάτων
    αιτιατική το υπέρθημα τα υπερθήματα
     κλητική υπέρθημα υπερθήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υπέρθημα ουδέτερο

π.χ. (γερμανικά) gesagt (μετοχή παρακειμένου του sag-en, λέω)

Σημειώσεις επεξεργασία

  • Η συγκεκριμένη κατηγορία φέρει την εναλλακτική ονομασία "ασυνεχή μορφήματα" (discontinuous morphemes).

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία