Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

υπάρχοντα < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο της μετοχής υπάρχων του ρήματος υπάρχω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υπάρχοντα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  1. τα περιουσιακά στοιχεία κάποιου
  2. (ειδικότερα) τα προσωπικά αντικείμενα κάποιου, όσα έχει στο σπίτι του

  Μεταφράσεις επεξεργασία