υδροθεραπευτικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- υδροθεραπευτικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο επεξεργασία
υδροθεραπευτικός, -ή, -ό
- σχετικός με την υδροθεραπεία
Μεταφράσεις επεξεργασία
υδροθεραπευτικός
|
υδροθεραπευτικός, -ή, -ό
|