Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο/η υδροθειούχος το υδροθειούχο
      γενική του/της υδροθειούχου του υδροθειούχου
    αιτιατική τον/την υδροθειούχο το υδροθειούχο
     κλητική υδροθειούχε υδροθειούχο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υδροθειούχοι τα υδροθειούχα
      γενική των υδροθειούχων των υδροθειούχων
    αιτιατική τους/τις υδροθειούχους τα υδροθειούχα
     κλητική υδροθειούχοι υδροθειούχα
Λόγιο επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε .
ομάδα '-ος -ος -ο', Κατηγορία όπως «εμβολοφόρος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

υδροθειούχος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

υδροθειούχος, -ος, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία