Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το υδροδοχείο τα υδροδοχεία
      γενική του υδροδοχείου των υδροδοχείων
    αιτιατική το υδροδοχείο τα υδροδοχεία
     κλητική υδροδοχείο υδροδοχεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

υδροδοχείο < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υδροδοχείο ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία