υδραγωγείο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- υδραγωγείο < (ελληνιστική κοινή) ὑδραγωγεῖον (<ὕδωρ) + ἀγωγός
Ουσιαστικό επεξεργασία
υδραγωγείο ουδέτερο
- η τοξωτή κατασκευή που χρησίμευε ως αγωγός για τη μεταφορά νερού και την υδροδότηση πόλεων
- η εγκατάσταση για τη μεταφορά νερού και την υδροδότηση πόλεων