υδατογραφία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- υδατογραφία < υδατο- + -γραφία, (απόδοση για τη γαλλική aquarelle)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /i.ða.to.ɣɾaˈfi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐δα‐το‐γρα‐φί‐α
Ουσιαστικό επεξεργασία
υδατογραφία θηλυκό
- μέθοδος ζωγραφικής που χρησιμοποιεί χρώματα διαλυτά μέσα στο νερό
- (συνεκδοχικά) έργο τέχνης που χρησιμοποιεί την παραπάνω τεχνική