Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο υγρογράφος οι υγρογράφοι
      γενική του υγρογράφου των υγρογράφων
    αιτιατική τον υγρογράφο τους υγρογράφους
     κλητική υγρογράφε υγρογράφοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

υγρογράφος < υγρο- + -γράφος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υγρογράφος αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία