τύραννος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τύραννος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική τύραννος
Ουσιαστικό επεξεργασία
τύραννος αρσενικό
- άτομο που κυβερνά ή γενικά ασκεί εξουσία με αυταρχισμό, σκληρότητα, αυθαιρεσία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τύραννος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
τύραννος αρσενικό Ο αρχηγός του τυραννικού καθεστώτος στην αρχαϊκή εποχή
Συγγενικά επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- τύραννος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- τύραννος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.