Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τύποις < αρχαία ελληνική τύπος στη δοτική

  Επίρρημα επεξεργασία

τύποις

  • τυπικά, όχι ουσιαστικά, ίσως φαινομενικά, επιφανειακά, όχι όμως στην πραγματικότητα, όχι κατά βάθος

  Μεταφράσεις επεξεργασία