Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τότε < αρχαία ελληνική τότε

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈto.te/

  Επίρρημα επεξεργασία

τότε

  1. το χρονικό διάστημα το οποίο αναφέρθηκε προηγούμενα στην πρόταση
  2. σε αυτήν την περίπτωση, εν τοιαύτη περιπτώσει, άρα

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

τότε άκλιτο

  • εκείνης της περιόδου
    οι τότε άρχοντες του νησιού δεν αντέδρασαν

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τότε < λείπει η ετυμολογία

  Επίρρημα επεξεργασία

τότε

  • σε αυτήν την περίπτωση