Δείτε επίσης: Τυφῶν, Τυφών

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τυφώνας οι τυφώνες
      γενική του τυφώνα των τυφώνων
    αιτιατική τον τυφώνα τους τυφώνες
     κλητική τυφώνα τυφώνες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τυφώνας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τυφῶν, από την αιτιατική «τὸν τυφῶνα»[1] < Τῡφῶν / Τῠφάων < τῡ́φω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dʰewh₂- (καπνίζω, βγάζω καπνό), σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική typhoon.
Συγκρίνετε με την πορτογαλική tufão < αραβική طُوفَان‏ (ṭūfān) < σινική γλώσσα όπως η κινεζική μανδαρίνικη 大風大风 (dàfēng, μεγάλος άνεμος)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /tiˈfo.nas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τυφώνας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τυφώνας αρσενικό

  1. (άνεμος στην Άπω Ανατολή) τροπικός κυκλώνας εξαιρετικής έντασης (με ανέμους που ξεπερνούν τα 200-300 km/h)
  2. (κατ’ επέκταση) ανεμοθύελλα μεγάλης έντασης

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία