Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τυρόπιτα οι τυρόπιτες
      γενική της τυρόπιτας των (τυροπιτών)
    αιτιατική την τυρόπιτα τις τυρόπιτες
     κλητική τυρόπιτα τυρόπιτες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Ένα κομμάτι τυρόπιτα.

  Ετυμολογία επεξεργασία

τυρόπιτα < τυρό- + πίτα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /tiˈɾo.pi.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τυ‐ρό‐πι‐τα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τυρόπιτα θηλυκό

  1. (γαστρονομία) πίτα που φτιάχνεται με φύλλο κρούστας ή σφολιάτας και με γέμιση τυρί φέτα ή κασέρι, ή με ιδιαίτερη ποικιλία τυριών
  2. (στρατιωτική αργκό) το δίκωχο που φορούν οι στρατιώτες

Παράγωγα επεξεργασία

Υποκοριστικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία