Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τυροσίνη οι τυροσίνες
      γενική της τυροσίνης των τυροσινών
    αιτιατική την τυροσίνη τις τυροσίνες
     κλητική τυροσίνη τυροσίνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τυροσίνη < τυρός (ανακαλύφτηκε στο τυρί) + κατάληξη -ίνη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

 
Συντακτικός τύπος τυροσίνης.

τυροσίνη θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία