τυραννίσκος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τυραννίσκος < τύραννος + υποκοριστικό επίθημα -ίσκος
Ουσιαστικό επεξεργασία
τυραννίσκος αρσενικό
- ο μικρής αξίας τύραννος
Μεταφράσεις επεξεργασία
τυραννίσκος
|
τυραννίσκος αρσενικό
|