τσόκαρο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τσόκαρο | τα | τσόκαρα |
γενική | του | τσόκαρου | των | τσόκαρων |
αιτιατική | το | τσόκαρο | τα | τσόκαρα |
κλητική | τσόκαρο | τσόκαρα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- τσόκαρο < (άμεσο δάνειο) βενετική zocaro < ιταλική zoccolo < λατινική socculus, υποκοριστικό του soccus
Ουσιαστικό επεξεργασία
τσόκαρο ουδέτερο
- πέδιλο ή παντόφλα με ξύλινο πέλμα
- (μεταφορικά, υβριστικό) άτομο που επιμένει σε απόψεις που κατά γενική ομολογία είναι λανθασμένες
- γυναίκα χαμηλής υποστάθμης
Συνώνυμα επεξεργασία
- (πέδιλο) ξυλοπάπουτσο
- (πέδιλο) σαμπό
- (υβριστικά) τσοκαρία