Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τσόκαρο τα τσόκαρα
      γενική του τσόκαρου των τσόκαρων
    αιτιατική το τσόκαρο τα τσόκαρα
     κλητική τσόκαρο τσόκαρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τσόκαρο < (άμεσο δάνειο) βενετική zocaro < ιταλική zoccolo < λατινική socculus, υποκοριστικό του soccus

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τσόκαρο ουδέτερο

  1. πέδιλο ή παντόφλα με ξύλινο πέλμα
  2. (μεταφορικά, υβριστικό) άτομο που επιμένει σε απόψεις που κατά γενική ομολογία είναι λανθασμένες
  3. γυναίκα χαμηλής υποστάθμης

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία