τσοκαρία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τσοκαρία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
τσοκαρία θηλυκό, μόνο στον ενικό
- (υβριστικό) γυναίκα που έχει φτηνή συμπεριφορά αλλά και γενική εμφάνιση και στάση
τσοκαρία θηλυκό, μόνο στον ενικό