τσούρμο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τσούρμο | τα | τσούρμα |
γενική | του | τσούρμου | των | τσούρμων |
αιτιατική | το | τσούρμο | τα | τσούρμα |
κλητική | τσούρμο | τσούρμα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- τσούρμο < ιταλική ciurma / γενοβέζικα ciusma < λατινική celeusma < αρχαία ελληνική κέλευσμα (αντιδάνειο) < κελεύω
Ουσιαστικό επεξεργασία
τσούρμο ουδέτερο
- (ναυτικός όρος) το πλήρωμα ενός πλοίου (επί τουρκοκρατίας), όρος που υφίσταται και σήμερα για πλήρωμα αλιευτικού
- (μεταφορικά) πλήθος ανθρώπων
- παντρεύτηκαν κι έκαναν ένα τσούρμο παιδιά