Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

τσοκ < (άμεσο δάνειο) αγγλική choke
 
τσοκ από δράπανο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τσοκ ουδέτερο άκλιτο

  1. παλαιότερο εξάρτημα (είδος κλαπέτου) οχημάτων με μηχανή εσωτερικής καύσης που ρυθμίζει το μείγμα καυσίμου - αέρα στο καρμπυρατέρ· το χρησιμοποιούσαν για να βοηθήσουν την εκκίνηση του κινητήρα τις κρύες μέρες κλείνοντας την παροχή αέρα και τροφοδοτώντας έτσι τη μηχανή με πλουσιότερο μείγμα
     συνώνυμα: αέρας
  2. στένεμα στο τέλος της κάννης φορητών πυροβόλων όπλων
  3. στρογγυλή μέγγενη με 3 ή 4 δόντια, των οποίων το άνοιγμα ρυθμίζεται με ειδικό κλειδί· στους τόρνους εκεί στερεώνεται το κυλιδρικό κομμάτι μετάλλου που θέλουμε να επεξεργαστούμε· στα δράπανα εκεί προσαρμόζονται τρυπάνια διαφορετικών μεγεθών

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

τσοκ < (άμεσο δάνειο) αγγλική chock

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τσοκ ουδέτερο άκλιτο

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία