Δείτε επίσης: Τσιπλάκης

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τσιπλάκης οι τσιπλάκηδες
      γενική του τσιπλάκη των τσιπλάκηδων
    αιτιατική τον τσιπλάκη τους τσιπλάκηδες
     κλητική τσιπλάκη τσιπλάκηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τσιπλάκης < (άμεσο δάνειο) τουρκική çıplak + -ης

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /t͡siˈpla.cis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τσι‐πλά‐κης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τσιπλάκης αρσενικό

  1. ο γυμνός
  2. (μεταφορικά) ο φτωχός

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  1. τσιπλάκης - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)
  2. Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.