Τσιπλάκης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /t͡siˈpla.cis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Τσι‐πλά‐κης
Κύριο όνομα επεξεργασία
Τσιπλάκης αρσενικό (θηλυκό Τσιπλάκη)
Παράγωγα επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη τσιπλάκης