τσιμπούρι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τσιμπούρι | τα | τσιμπούρια |
γενική | του | τσιμπουριού | των | τσιμπουριών |
αιτιατική | το | τσιμπούρι | τα | τσιμπούρια |
κλητική | τσιμπούρι | τσιμπούρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- τσιμπούρι < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή τσιμούριον, (παρετυμολογία) προς το τσιμπώ [1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /t͡siˈbu.ɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τσι‐μπού‐ρι
Ουσιαστικό επεξεργασία
τσιμπούρι ουδέτερο
Εκφράσεις επεξεργασία
- γίνομαι τσιμπούρι: γίνομαι φοβερά ενοχλητικός σε κάποιον είτε γιατί έχω συνέχεια απαιτήσεις είτε γιατί βρίσκομαι συνέχεια κοντά του
Δείτε επίσης επεξεργασία
- τσιμπούρι στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
τσιμπούρι
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ τσιμπούρι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας