τσιμπιέμαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τσιμπιέμαι: παθητική φωνή του ρήματος τσιμπάω / τσιμπώ
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /t͡simˈbʝe.me/ & /t͡siˈbʝe.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τσι‐μπιέ‐μαι
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
τσιμπιέμαι, π.αόρ.: τσιμπήθηκα, μτχ.π.π.: τσιμπημένος, (ενεργ.: τσιμπάω/τσιμπώ)
- παθητικές σημασίες του τσιμπάω → δείτε και την κλίση
- (οικείο) ερωτεύομαι
- (αργκό) παίρνω ναρκωτικά με ένεση
Μεταφράσεις επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις τσιμπάω και ερωτεύομαι
αργκό: τσιμπιέμαι με ένεση για ναρκωτικά
|