Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τσιμπιέμαι: παθητική φωνή του ρήματος τσιμπάω / τσιμπώ

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /t͡simˈbʝe.me/ & /t͡siˈbʝe.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τσι‐μπιέ‐μαι

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

τσιμπιέμαι, π.αόρ.: τσιμπήθηκα, μτχ.π.π.: τσιμπημένος, (ενεργ.: τσιμπάω/τσιμπώ)

  1. παθητικές σημασίες του τσιμπάω → δείτε και την κλίση 
  2. (οικείο) ερωτεύομαι
  3. (αργκό) παίρνω ναρκωτικά με ένεση

  Μεταφράσεις επεξεργασία