τσιμενταρισμένων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίατσιμενταρισμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του τσιμενταρισμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του τσιμενταρισμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του τσιμενταρισμένος