τσικνιάς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τσικνιάς < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
τσικνιάς αρσενικό
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- αργυροτσικνιάς
- θαλασσοτσικνιάς
- κρυπτοτσικνιάς
- λευκοτσικνιάς
- μαυροτσικνιάς
- μικροτσικνιάς
- πορφυροτσικνιάς
- σταχτοτσικνιάς