τσιγκούνικος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τσιγκούνικος < τσιγκούν(ης) + -ικος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /t͡siŋˈɡu.ni.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τσι‐γκού‐νι‐κος
Επίθετο επεξεργασία
τσιγκούνικος, -η, -ο
- ταιριαστός σε τσιγκούνη, με τσιγκουνιά
- (μεταφορικά) ανεπαρκής, λιγοστός
- ※ Προτίμησε το στενό μονοπάτι, για να φτάσει όσο μπορούσε συντομότερα και να προφτάσει το τσιγκούνικο φως του απογεύματος. (Ευγενία Φακίνου, Η μεγάλη πράσινη, 1987 [μυθιστόρημα])
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη τσιγκούνης
Μεταφράσεις επεξεργασία
τσιγκούνικος
|