τσεκουράτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
τσεκουράτος -η, -ο
- κοφτερός σαν τσεκούρι
- (μεταφορικά) ο δηκτικός
Συγγενικά επεξεργασία
- τσεκουράτα
- → δείτε τη λέξη τσεκούρι
Μεταφράσεις επεξεργασία
τσεκουράτος
|