Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
τσαχπίνα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
1.3.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
τσαχπίν
α
οι
τσαχπίν
ες
γενική
της
τσαχπίν
ας
των
τσαχπίν
ων
αιτιατική
την
τσαχπίν
α
τις
τσαχπίν
ες
κλητική
τσαχπίν
α
τσαχπίν
ες
Κατηγορία
όπως «
ελπίδα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
τσαχπίνα
<
τσαχπίνης
+
-α
<
τουρκική
çapkın
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
tsaxˈpi.na
/
τυπογραφικός συλλαβισμός
:
τσαχ‐πί‐να
Ουσιαστικό
επεξεργασία
τσαχπίνα
θηλυκό
θηλυκό
του
τσαχπίνης
Μεταφράσεις
επεξεργασία
τσαχπίνα