Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τσαλαβουτώ < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

τσαλαβουτώ

  1. δρασκελίζω ή βουτάω σε ρηχά νερά
    • τσαλαβούταγαν μες το βούρκο όλο το απόγευμα προσπαθώντας να τραβήξουν έξω την κολημμένη βάρκα
  2. χοροπηδάω ή βουτάω παίζοντας σε ρηχά νερά
    • τα παιδιά τσαλαβουτάνε και κυνηγιούνται ασταμάτητα στην παραλία

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία