Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
τσακόνικος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Επίθετο
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
τσακόνικ
ος
η
τσακόνικ
η
το
τσακόνικ
ο
γενική
του
τσακόνικ
ου
της
τσακόνικ
ης
του
τσακόνικ
ου
αιτιατική
τον
τσακόνικ
ο
την
τσακόνικ
η
το
τσακόνικ
ο
κλητική
τσακόνικ
ε
τσακόνικ
η
τσακόνικ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
τσακόνικ
οι
οι
τσακόνικ
ες
τα
τσακόνικ
α
γενική
των
τσακόνικ
ων
των
τσακόνικ
ων
των
τσακόνικ
ων
αιτιατική
τους
τσακόνικ
ους
τις
τσακόνικ
ες
τα
τσακόνικ
α
κλητική
τσακόνικ
οι
τσακόνικ
ες
τσακόνικ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
τσακόνικος
<
Τσάκονας
/
Τσάκωνας
+
-ικος
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
t͡saˈko.ni.kos
/
Επίθετο
επεξεργασία
τσακόνικος
άλλη γραφή του
τσακώνικος
(
βλ.
σημειώσεις
)