Δείτε επίσης: Τσίτα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τσίτα οι τσίτες
      γενική της τσίτας των (τσιτών)
    αιτιατική την τσίτα τις τσίτες
     κλητική τσίτα τσίτες
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈt͡si.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τσί‐τα

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

τσίτα < πιθανόν αναδρομικός σχηματισμός τσιτ(ώνω) + [1] → δείτε και τη λέξη τσιτώνω

  Επίρρημα επεξεργασία

τσίτα

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τσίτα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

τσίτα < (άμεσο δάνειο) αγγλική cheetah < χίντι चीता (cītā, λεοπάρδαλη, πάνθηρας) < σανσκριτική चित्र (citra, πολύχρωμος, πιτσιλωτός) [2]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τσίτα ουδέτερο και τσιτάχ

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ετυμολογία 3 επεξεργασία

τσίτα < → δείτε το όνομα Τσίτα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τσίτα θηλυκό

  • → δείτε το όνομα Τσίτα
    κρεμάστηκε από το κλαδί σαν τσίτα

  Αναφορές επεξεργασία

  1. τσίτα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. «τσιτάχ» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.