Κυπριακά (el-cyp) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τσίζουρος < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τσίζουρος αρσενικό

  1. μούργα από το λάδι
  2. (μεταφορικά) μαύρος σαν τη μούργα

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία