Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τσέπωμα τα τσεπώματα
      γενική του τσεπώματος των τσεπωμάτων
    αιτιατική το τσέπωμα τα τσεπώματα
     κλητική τσέπωμα τσεπώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τσέπωμα < τσεπώνω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τσέπωμα ουδέτερο

το τσέπωμα των κερδών
το τσέπωμα των επιχορηγήσεων

Συγγενικά επεξεργασία

→ δείτε τη λέξη  τσέπη

  Μεταφράσεις επεξεργασία