τρυπανισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τρυπανισμός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή τρυπανισμός
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /tɾi.pa.niˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τρυ‐πα‐νι‐σμός
Ουσιαστικό επεξεργασία
τρυπανισμός αρσενικό
- (ιατρική) η διάτρηση του κρανίου με εργαλεία χειρουργικής χρήσης και μεθόδους για ιατρικούς ή θεραπευτικούς λόγους
- ≈ συνώνυμα: ανάτρηση
- → δείτε και τη λέξη τρυπάνισμα με γενικότερη σημασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
τρυπανισμός
|
Πηγές επεξεργασία
- τρυπανισμός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | τρυπανισμός | οἱ | τρυπανισμοί | ||||
γενική | τοῦ | τρυπανισμοῦ | τῶν | τρυπανισμῶν | ||||
δοτική | τῷ | τρυπανισμῷ | τοῖς | τρυπανισμοῖς | ||||
αιτιατική | τὸν | τρυπανισμόν | τοὺς | τρυπανισμούς | ||||
κλητική ὦ! | τρυπανισμέ | τρυπανισμοί | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | τρυπανισμώ | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | τρυπανισμοῖν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- τρυπανισμός < τρυπανίζω, τρυπανισ- + -μός < αρχαία ελληνική τρύπανον
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ νέα ελληνικά: τρυπανισμός με ειδικότερη σημασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
τρυπανισμός, -οῦ αρσενικό (ελληνιστική κοινή)
- τρυπάνισμα, εργασία με τρυπάνι, η ενέργεια του τρυπανίζω
Πηγές επεξεργασία
- τρυπανισμός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.