Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τροχιόδρομος οι τροχιόδρομοι
      γενική του τροχιόδρομου των τροχιόδρομων
    αιτιατική τον τροχιόδρομο τους τροχιόδρομους
     κλητική τροχιόδρομε τροχιόδρομοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τροχιόδρομος (μαρτυρείται από το 1883)[1]< τροχι(ά) + -ό- + -δρομος μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική tramway [2] (κατά το σιδηρόδρομος)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /tɾo.çiˈo.ðɾo.mos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τρο‐χι‐ό‐δρο‐μος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τροχιόδρομος αρσενικό

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

επίσης

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. σελ. 1016, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
  2. τροχιόδρομος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  3. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)
  4. τροχιόδρομοςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)