Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τροφοδότης οι τροφοδότες
      γενική του τροφοδότη των τροφοδοτών
    αιτιατική τον τροφοδότη τους τροφοδότες
     κλητική τροφοδότη τροφοδότες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τροφοδότης < μεσαιωνική ελληνική τροφοδότης < τροφ(ή) + -ο- + -δότης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τροφοδότης αρσενικό (θηλυκό: τροφοδότρια & τροφοδότρα)

  1. (κυριολεκτικά) (επάγγελμα, παρωχημένο) αυτός που τροφοδοτεί, που είναι υπεύθυνος για την τροφοδοσία / τροφοδότηση, την εξασφάλιση των αναγκαίων για τη διατροφή
  2. (μεταφορικά) (λογοτεχνικό) αυτός που δίνει, που παρέχει
  3. (μεταφορικά) (λογοτεχνικό) ζωοδότης

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία