τροβαδούρος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τροβαδούρος < (άμεσο δάνειο) γαλλική troubadour[1] < παλαιά γαλλική troubadour < παλαιά οξιτανική trobar < λατινική tropus < αρχαία ελληνική τρόπος (αντιδάνειο)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /tɾo.vaˈðu.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τρο‐βα‐δού‐ρος
Ουσιαστικό επεξεργασία
τροβαδούρος αρσενικό
- περιπλανώμενος τραγουδιστής λυρικών και ιπποτικών τραγουδιών στις ηγεμονικές αυλές τον Μεσαίωνα (συνήθως στο ιδίωμα langue d'oc)
- (κατ’ επέκταση) τραγουδιστής λυρικών ή/και ερωτικών τραγουδιών
Άλλες μορφές επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
τροβαδούρος